Τουρκοκύπριος

Τουρκοκύπριος
ο, θηλ. Τουρκοκυπρία, και Τουρκοκύπρια, Ν
Τούρκος που γεννήθηκε στην Κύπρο και κατοικεί στην Κύπρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + Κύπριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”